φόνευσε

φόνευσε
φονεύω
murder
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Σκίρων — ωνος, ο, ΝΜΑ, και Σκίρρων και Σκείρων Α 1. μυθ. ληστής που διέμενε στις Σκιρωνίδες πέτρες, ο οποίος, αφού λήστευε τους διαβάτες, τούς ανάγκαζε να τού πλύνουν τα πόδια και με αιφνίδιο λάκτισμα τούς έριχνε στη θάλασσα, όπου μια τεράστια χελώνα… …   Dictionary of Greek

  • θεοκτόνος — ο (AM θεοκτόνος, ον) αυτός που φονεύει ή φόνευσε τον θεό («τῶν θεοκτόνων ὁ ἑσμός, Ἰουδαίων ἔθνος τὸ ἄνομον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κτονος (< κτείνω), πρβλ. θηριο κτόνος, τυραννο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • μηδοφόνος — μηδοφόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει ή φόνευσε τους Μήδους 2. (για τόπο) αυτός όπου φονεύθηκαν πολλοί Μήδοι («Μηδοφόνος Πλάταια», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Μῆδος + φόνος (< φόνος), πρβλ. ανδρο φόνος] …   Dictionary of Greek

  • ναβίς — (; – 192 π.Χ.). Τύραννος της Σπάρτης, απόγονος ίσως του έκπτωτου βασιλιά Δημάρατου. Το 207 π.Χ. κατέλαβε με τους μισθοφόρους του την εξουσία και εγκαθίδρυσε στη Σπάρτη τυραννίδα. Ακολούθησε το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα κοινωνικής εξίσωσης του… …   Dictionary of Greek

  • ορέστης — I Μυθολογικός ήρωας, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Ο μύθος του στρέφεται γύρω από τον φόνο της μητέρας του και του Αιγίσθου, τον οποίο πραγματοποίησε για να εκδικηθεί τον τραγικό θάνατο του πατέρα του. Αυτή η πράξη του, την οποία… …   Dictionary of Greek

  • πατροκτόνος — ο, η / πατροκτόνος, ον, ΝΜΑ αυτός που φονεύει τον πατέρα του αρχ. 1. αυτός που αναφέρεται στην πατροκτονία (α. «πατροκτόνον μίασμα» το μόλυσμα τής πατροκτονίας, Αισχύλ. β. «πατροκτόνος δίκη» η τιμωρία τής πατροκτονίας, Σοφ.) 2. φρ. «χεὶρ… …   Dictionary of Greek

  • πολυκτόνος — ον, Α αυτός που φονεύει ή φόνευσε πολλούς, ο πολύ φονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω, φονεύω»), πρβλ. πρωτο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • πυθοκτόνος — ον, Α (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που φόνευσε τον Πύθωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πύθων + κτόνος (< κτείνω), πρβλ, παιδο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • σκορπιός — I (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, ανάμεσα στο Ζυγό και στον Τοξότη. Αποτελείται από πολλά λαμπρά αστέρια, δεύτερου και τρίτου κυρίως μεγέθους, το σύνολο των οποίων σχηματίζει το σχήμα του σκορπιού. Το λαμπρότερο απ’ αυτά …   Dictionary of Greek

  • συλεύς — έως, ὁ, Α 1. καταδρομικό πειρατικό πλοίο 2. ως κύριο όν. Συλεύς μυθ. μυθικός βασιλιάς τον οποίο φόνευσε ο Ηρακλής, επειδή εξανάγκαζε όσους διέρχονταν τη χώρα του να σκάβουν τα αμπέλια που υπήρχαν σε αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύλη ή συλῶ + κατάλ. εύς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”